- χαλκοπράσινος
- η , ο [ος , ον ] медно-зелёный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκοπράσινος — η, ο, Ν αυτός που έχει το πράσινο χρώμα τού οξειδωμένου χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χαλκοπράσινος — η, ο αυτός που έχει το πράσινο χρώμα του οξειδωμένου χαλκού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek